Παραμονή πρωτοχρονιάς
Παραμονή πρωτοχρονιάς. Περπατάς μόνος στους γεμάτους με ομίχλη και ανθρώπους δρόμους. Λαμπάκια στο διάβα σου αναβοσβήνουν πολύχρωμα γιορτινά, τη στιγμή που η ψυχή σου σβήνει αργά στο σκοτάδι. Αυτή που αγαπάς, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά χαμογελά… μα όχι για χάρη σου. Το χαμόγελο της που ζεσταίνει σαν ζωή, ο παγωμένος αέρας που χτυπά το πρόσωπο σου, διαπερνά το στήθος σου και αγγίζει την καρδιά σου.
Μια μαμά, ένας μπαμπάς, στη μέση ένα παιδάκι, σε προσπερνούν πιασμένοι χέρι χέρι. Γκρεμισμένα όνειρα ενός μέλλοντος που δεν θα ζήσεις τσακίζονται πάνω σου, σου κόβουν την ανάσα. Κοντοστέκεσαι, βαριανασαίνεις, η καρδιά σου χτυπά ακανόνιστα μα δυνατά. Το κοντινό παγκάκι που θα καθόσουνα να ξαποστάσεις να ξανάβεις την αναπνοή σου, πιασμένο από ώρα.
Δυο νέοι, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, όμορφοι άγγελοι, αγκαλισμένοι, φιλιούνται. Από τα ενωμένα σώματα, από τα ενωμένα στόματα η αγάπη τους, θάλασσα αφρισμένη, ξεχειλίζει , γεμίζει το χώρο. Έρχεται ορμητική κατά πάνω σου. Γίνεται όμως ψυχρή, κρυστάλλινη μνήμη, ανάμνηση μιας πράσινης ,καθαρής ματιάς που στολίζει ένα κατάξανθο γελαστό πρόσωπο, και εσένα σε πνίγει.
Κάτι μαύρο και μεταλλικό, κάτι σκοτεινό σαν τη λήθη του τέλους, σου μιλά μέσα από την τσέπη σου. Το πιάνεις το βγάζεις έξω, μα κανείς τους δεν σε προσέχει. Ο αχνός της παγωμένης σου αναπνοής θολώνει για μια στιγμή την εικόνα των ερωτευμένων. Και πριν η εικόνα καθαρίσει, ένα δάκρυ.
Ένα και μοναδικό δάκρυ σχηματίζεται στην άκρη του ματιού σου. Το ένα και μοναδικό δάκρυ που θες να υπάρχει αύριο για σένα στα δικά της όμορφα μάτια. Κυλά αργά, ζεστό, αυλακώνει το πρόσωπο σου και στάζει προς το έδαφος. Μα καθώς πέφτει σα παγωμένο λες, αναπηδά πάνω στο τραχύ πεζοδρόμιο, διάφανο, σαν ένα τόσο δα μικρό διαμάντι. Σκύβεις και το πιάνεις. Δεν το περιμένεις μα είναι ακόμα τόσο ζεστό, σαν ελπίδα. Το κρατάς με δύναμη στο ελεύθερο χέρι σου. Θέλεις να το βρούνε εκεί. Θες να της το δώσουν.
Ο χτύπος ενός ρολογιού παραμορφώνει, θρυμματίζει τον κρύο, πηχτό αέρα. Σηκώνεις το βλέμμα. Το ρόλοι της αντικρινής εκκλησίας αρχίζει να μέτρα τους χτύπους της δωδέκατης ώρας. Σηκώνεις το άλλο χέρι, το μεταλλικό και ακουμπάς τη μαύρη προέκταση του στον κρόταφο σου. Τώρα επιτέλους η ζωή στο παγκάκι σε προσέχει. Διαβάζεις στα μάτια τους τον τρόμο. Μα δεν καταλαβαίνεις αν τους φοβίζει περισσότερο η σκοτεινή ύλη στο χέρι σου ή η μοναξιά στο βλέμμα σου.
Ο δεύτερος χτύπος από την μεριά της εκκλησίας παραμορφώνει λίγο ακόμα τα νεανικά, κατακόκκινα πρόσωπα που σε κοιτούν λες εκστατικά. Έχεις άλλους δέκα χτύπους. Για να αποφασίσεις. Στα δυο σου χέρια αντιμάχονται δυο αέναες δυνάμεις. Στο δεξή σου χέρι το μεταλλικό κρύο σκοτάδι, ο θάνατος και το τέλος. Στο αριστερό σου χέρι το ζεστό διαμάντι, η ελπίδα κι η ζωή. Απόψε και για άλλους δέκα χτύπους ενός άψυχου, αδυσώπητου ρολογιού δίνουν μέσα σου μια λυσσαλέα μάχη.
Ο τρίτος χτύπος φέρνει μαζί και το πρόσωπο της. Δεν χαμογελά πια. Σε παρατηρεί απόμακρη και όμορφη σαν θεά, τόσο τέλεια μα και τόσο απρόσιτη. Ξέρεις ότι ταξίδεψε σε μια στιγμή όλη αυτή την απόσταση μέχρι εδώ ως ουδέτερος παρατηρητής της απόφασης σου. Το ρόλοι μέτρα απανωτά αυτή τη δωδέκατη, τη μεγαλύτερη ώρα. Η μάχη μέσα σου θεριεύει πια και οι νεκροί της, οι δικές σας στιγμές ζωής αγάπης και ερωτά, πέφτουν χιλιάδες. Και κάπου εκεί στον ενδέκατο χτύπο έχεις πάρει την απόφαση σου. Κοιτάς με καθάριο βλέμμα τους ερωτευμένους μες τα μάτια και με όση δύναμη σου απομένει εύχεσαι.
«Καλή χρονιά.» Ο θόρυβος του τελευταίου χτύπου του ρολογιού θα καλύψει τόσο την τελευταία συλλαβή σου όσο και το θόρυβο της απόφασης σου. Ένα καινούριο έτος μόλις ξεκίνησε για όλο τον κόσμο.
Κυριακή 31/12/06
Αφιερωμένο σε όλους τους ερωτευμένους που περνούν τις γιορτινές αυτές μέρες, πιο μόνοι αυτοί από όλους τους μόνους. Πιο μόνοι μακριά από το ένα και μοναδικό πρόσωπο που τόσο αγαπούν.
Αφιερωμένο σε μένα.
Αφιερωμένο στη φίλη Μαρίνα. (Απουσία)
Καλή χρονιά σε όλους.
Το σκίτσο ειναι του Milo Manara.